- πρόσκλιντρον
- πρόσ-κλιντρον, τό,A easy chair, EM690.29.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρόσκλιντρον — easy chair neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσκλιντρον — τὸ, Α το έρεισμα τού ανακλίντρου στο οποίο στηριζόταν αυτός που ξάπλωνε πάνω του. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσκλίνω + επίθημα τρον (πρβλ. ἀνά κλιν τρον)] … Dictionary of Greek